- σκυτοδεψικός
- -ή, -όν, Α [σκυτοδέψης]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψικήα) (ενν. κόπρος)η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα τής κατεργασίας δερμάτωνβ) (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατεργασίας δερμάτων, βυρσοδεψία.
Dictionary of Greek. 2013.