σκυτοδεψικός

σκυτοδεψικός
-ή, -όν, Α [σκυτοδέψης]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία
2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική
α) (ενν. κόπρος)
η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα τής κατεργασίας δερμάτων
β) (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατεργασίας δερμάτων, βυρσοδεψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκυτοδεψικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικόν — σκυτοδεψικός of masc acc sg σκυτοδεψικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικοῦ — σκυτοδεψικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικῆς — σκυτοδεψικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψική — σκυτοδεψικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικήν — σκυτοδεψικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”